Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μάκαρ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μάκαρ, -ᾰρος, , θηλ. μάκαιρα και μάκαρ· I. ευλογημένος, ευτυχισμένος, λέγεται για θεούς, σε αντίθ. προς τους θνητούς ανθρώπους, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ. (ως ουσ.) μάκαρες, ευλογημένοι, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Πίνδ., Τραγ. II. λέγεται για ανθρώπους, ευτυχισμένος, καλότυχος, ὦ μάκαρ Ἀτρείδη, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, μάκαιρα ἑστία, κ.λπ., σε Πίνδ.· ιδίως, πλούσιος, ἀνδρὸς μάκαρος κατ' ἄρουραν, σε Ομήρ. Ιλ. III. μάκαρες επίσης νοούνται οι νεκροί, ως ασφαλείς από τις κακοτυχίες της ζωής, σε Ησίοδ.· μακάρων νῆσοι, τα Νησιά των Μακάρων (στον ωκεανό που βρίσκεται στο ακρότατο όριο της Δύσης), όπου οι ήρωες και οι ημίθεοι απολάμβαναν αιώνια ανάπαυση, στον ίδ., Πίνδ. IV.συγκρ. μακάρτερος, υπερθ. μακάρτατος, σε Ομήρ. Οδ.