Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κάρδαμον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κάρδᾰμον, τό, είδος κάρδαμου, Λατ. nasturtium ή ο σπόρος του, ο οποίος τρώγονταν όπως η μουστάρδα, σινάπι από τους Πέρσες, σε Ξεν.· σε πληθ., κάρδαμα, σε Αριστοφ.· μεταφ., βλέπειν κάρδαμα, δηλ. κοιτάζει με οξύ και διαπεραστικό βλέμα, στον ίδ.