Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εἷς"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
εἰς ή ἐς, πρόθ. μόνο με αιτ., Ριζική σημασία, μέσα σε, και μετά προς· I. λέγεται για τόπο, 1. η συνηθέστερη χρήση, εἰς ἅλα, μέσα ή στη θάλασσα, σε Όμηρ. κ.λπ.· κυρίως αντίθ. προς το ἐκ, ἐκ σφυρὸν ἐκ πτέρνης, από το κεφάλι στα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰς ἔτος ἐξ ἔτεος, από χρονιά σε χρονιά, σε Θεόκρ.· έπειτα, με τα ρήμ. ψυχικού πάθους ή κατεύθυνσης, ἰδεῖν εἰς οὐρανόν, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰς ὦπα ἰδέσθαι, κοιτώ στο πρόσωπο, στο ίδ.· σε Όμηρ. και Ηρόδ. επίσης με αιτ. προσ., εκεί όπου οι Αττ. χρησιμ. ὡς, πρός, παρά. 2. με ρήμ. που δηλώνουν στάση σε τόπο, όταν εννοείται κίνηση που έχει προηγηθεί σε ή προς, ἐς μέγαρον κατέθηκε, δηλ. το έφερε μέσα στο σπίτι και το τοποθέτησε εκεί, σε Ομήρ. Οδ.· παρεῖναι ἐς τόπον, πηγαίνω σε έναν τόπο και παραμένω εκεί, σε Ηρόδ. 3. με ρήμ. λεκτικά, λόγους ποιεῖσθαι εἰς τὸ πλῆθος, έρχομαι μπροστά στο πλήθος και εκφωνώ λόγο, στο ίδ. κ.λπ. 4. ελλειπτ. χρήση, εἰς Ἀΐδαο, Αττ. εἰς Ἅιδου (δόμους), ἐς Ἀθηναίης (ἱερόν), στο ναό της Αθηνάς κ.λπ.· όπως στα Λατ. ad apollinis, ad Castoris(ενν. aedem)· ομοίως και με τα προσηγορικά, ἀνδρὸς ἐς ἀφνείου, στου πλούσιου άνδρα, σε Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για χρόνο, 1. για να δηλώσει συγκεκριμένο σημείο ή όριο χρόνου, έως, μέχρι, ἐς ἠῶ (Αττ. εἰς τὴν ἕω), σε Ομήρ. Οδ.· ἐς ἠέλιον καταδύντα, μέχρι τη δύση του ήλιου, στο ίδ.· ἐς ἐμέ, μέχρι τις ημέρες μου, σε Ηρόδ.· ομοίως με επιρρ., εἰς ὅτε (πρβλ. ἔςτε), μέχρι τη στιγμή που..., σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και, εἰς πότε; έως πότε; σε Σοφ.· ἐς ὅ, μέχρι αυτού του σημείου, σε Ηρόδ. 2. για να οριοθετήσει μία χρονική περίοδο, εἰς ἐνιαυτόν, για τη διάρκεια ενός χρόνου, δηλ. για έναν ολόκληρο χρόνο, σε Όμηρ.· ἐς θέρος ἢ ἐς ὀπώρην, για το καλοκαίρι, σε Ομήρ. Οδ.· εἰς ἑσπέραν ἥκειν, ἔρχομαι προς το βραδάκι, σε Αριστοφ.· εἰς τρίτην ἡμέραν ή εἰς τρίτην μόνο του, κατά την τρίτη μέρα, σε τρεις μέρες, σε Πλάτ.· ἐς τέλος, επιτέλους, σε Ηρόδ.· οὐκ ἐς ἀναβολάς, χωρίς αναβολή, στον ίδ.· ομοίως με επιρρ., ἐςαὔριον, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐς αὖθις ή ἐσαῦθις, σε Θουκ.· εἰς ἔπειτα, σε Σοφ. κ.λπ.· πρβλ. εἰσάπαξ, εἰσότε. III. για να δηλώσει μέτρο ή όριο, 1. ἐς δίσκουρα λέλειπτο, έμεινε τόσο πίσω όσο η ρίψη ενός δίσκου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐς δράχμην διέδωκε, πληρώθηκαν όσο αξίζει μια δραχμή, σε Θουκ. 2. με αριθμητικά, ναῦς ἐς τὰς τετρακοσίους, μέχρι του αριθμού των τετρακοσίων, στον ίδ.· εἰςἕνα, εἰς δύο, ένα μέχρι δύο, μέχρι κ.λπ., σε Ξεν. IV.για να δηλωθεί συσχέτιση ή συγγένεια, 1. προς ή απέναντι σε κάποιον, ἁμαρτάνειν εἴςτινα, σε Αισχύλ.· ἔχθρα ἔς τινα, σε Ηρόδ. 2. όσον αφορά, όπως το Λατ. quod attinet ad, εὐτυχεῖν ἐς τέκνα, σε Ευρ.· ἐς τὰ ἄλλα, σε Θουκ.· τό γ' εἰς ἑαυτόν, τὸ εἰς ἐμέ, σε Σοφ., Ευρ. 3. περιφραστικά αντί επιρρ., ἐς κοινόν = κοινῶς, σε Αισχύλ.· ἐς τὸ πᾶν = πάντως, στον ίδ.· εἰς τάχος = ταχέως, σε Αριστοφ. V. για να δηλώσει περάτωση, ἔρχεσθαι, τελευτᾶν ἐς..., τερματίζει, τελειώνει, καταλήγει σε..., σε Ηρόδ. κ.λπ.· καταξαίνειν ἐς φοινικίδα, κόβω, σκίζω σε κόκκινα κουρέλια, σε Αριστοφ.· επίσης λέγεται για σκοπό, εἰςἀγαθόν, για καλό, για καλό του, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰς κάλλος ζῆν, ζω για επίδειξη, σε Ξεν.
εἶς, μίᾱ, ἕν, γεν. ἑνός, μιᾶς, ἑνός· επιτετ. Επικ. ἕεις· Επικ. θηλ. ἴᾰ, γεν. ἰῆς· δοτ. ἰῇ, δοτ. ουδ. (ἰῷ κίον ἤματι) επίσης συναντάται στην Ομήρ. Ιλ. (ο αρχικός τύπος ήταν πιθ. ΕΝ-Σ, πρβλ. Λατ. un-us. Το θηλ. μία υποδηλώνει μία δεύτερη ρίζα, πρβλ. οἶος με μόνος). I. 1. ένας, σε Όμηρ. κ.λπ.· εἷς οἶος, μία οἴη, μοναδικός, μοναδική, στον ίδ.· εἷς μόνος, σε Ηρόδ. 2. με υπερθ., όπως το Λατ. unus omnium maxime, εἷς ἀνὴρ πλεῖστον πόνον παρασχών, σε Αισχύλ.· κάλιστ' ἀνὴρ εἷς, σε Σοφ.· πάντων εἷς ἀνὴρ τῶν μεγίστων αἴτιος κακῶν, σε Δημ. 3. σε αντίθεση, εμφατικό μέσω του άρθρου, ὁ εἷς, ἡ μία, σε Όμηρ., Αττ. 4. με άρνηση, εἷς οὐδείς, nullus unus, ούτε ένας, κανένας, σε Ηρόδ., Θουκ.· οὐχ εἷς, δηλ. περισσότεροι από ένας, σε Αισχύλ.· και ακόμη πιο εμφατικό, οὐδὲ εἷς, μηδὲ εἷς, βλ. οὐδείς, μηδείς. 5. εἷς ἕκαστος, κάθε ένας, ο καθένας από μόνος του, ο καθένας ξεχωριστά, Λατ. unusquisque, σε Ηρόδ., Πλάτ. 6. συχνά με την κατά, καθ' ἕνα ἕκαστον, καθένα ξεχωριστά, κομμάτι κομμάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και, καθ' ἕνα, καθ' ἕν, ένα προς ένα, σε Πλάτ. 7. με άλλες προθέσεις, ἕν ἀνθ' ἑνός, πάνω από όλα, στον ίδ.· ἓν πρὸς ἕν, σε συγκρίσεις, σε Ηρόδ., Πλάτ.· εἷς πρὸς ἕνα, σε Δημ.· παρ' ἕνα, αλεπάλληλα, διαδοχικά, σε Λουκ. II. ο αυτός, δηλ. ο ίδιος, εἷς καὶ ὅμοιος, σε Πλάτ.· με δοτ., ο ίδιος με..., σε Ευρ. III. ένας, αντίθ. προς το κάποιος άλλος· ομοίως, ὁ μὲν..., εἷς δὲ..., εἷς δ' αὖ..., σε Ομήρ. Οδ.· εἷς μέν..., ἕτερος δέ..., σε Ξεν. IV. αόριστα, εἷς τις, κάποιος, Λατ. unus aliquis, σε Σοφ., Πλάτ.· έπειτα, μόνο του όπως το αγγλ. αόρ. άρθρο a, an (όπως faber unus, σε Οράτ.), σε Ευρ. V.οὐδὲ εἷς οὐδὲ δύο, όχι μόνο ένας ή δύο, σε Δημ.
εἶς, I. βʹ ενικ. του εἰμί (sum). ΙI. του εἶμι (ibo).