Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εἶπον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εἶπον, αόρ. βʹ του *ἔπω (ως ενεστ. χρησιμ. τα φημί, ἀγορεύω, μέλ. ἐρέω, ἐρῶ, παρακ. εἴρηκαΕπικ. ἔειπον· Επικ. προστ. βʹ πληθ. ἔσπετε, υποτ. εἴπω, Επικ. εἴπωμι, ᾖσθα, -ῃσι· ευκτ. εἴποιμι, απαρ. εἰπεῖν, Επικ. -έμεναι, -έμεν· I. μιλώ, λέω, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὡς ἔπος εἰπεῖν, για να το πούμε έτσι, Λατ. ut ita dicam, σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως, ὡς εἰπεῖν, ὡς ἔπος εἰπεῖν, στον ίδ. II. 1. με αιτ. προσ., μιλώ σε, απευθύνομαι σε, πλησιάζω και απευθύνομαι σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. 2. ονομάζω, αναφέρω, στον ίδ. 3. αποκαλώ κάποιον έτσι ή αλλιώς, πολλοί δέ μιν ἐσθλὸν ἔειπον, σε Ομήρ. Οδ. 4. με διπλή αιτ. προσ. και πράγμ., λέω κάτι για κάποιον, ἀτάσθαλόν τι εἰπεῖν τινα, στο ίδ.· κακὰ εἰπεῖν τινα, σε Αριστοφ. III. στην Αθήνα, προτείνω (προς συζήτηση) ένα μέτρο στην ἐκκλησία, σε Θουκ. κ.λπ.