LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δυσώδης"
- δυσ-ώδης, -ες (ὔζω), αυτός που μυρίζει άσχημα, δύσοσμος, σε Ηρόδ., Σοφ., Θουκ.