Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βρυχάομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βρῡχάομαι, μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐβρυχησάμην ή στην Παθ., ἐβρυχήθην, αποθ. με Επικ. παρακ. Ενεργ. βέβρῡχα (πρβλ. μυκάομαι, μέμυκα), ουρλιάζω, μουγκρίζω, Λατ. rugire· λέγεται για ταύρο, σε Σοφ., Αριστοφ.· χρησιμοποιείται για ελέφαντα, σε Πλούτ.· στην Ομήρ. Ιλ., λέγεται κυρίως για τον επιθανάτιο ρόγχο των τραυματισμένων· κεῖτο βεβρυχώς· ομοίως, βρυχώμενον σπασμοῖσι, λέγεται για τον Ηρακλή, σε Σοφ.· δεινὰ βρυχηθείς, στον ίδ.· σε Ομήρ. Οδ.· χρησιμοποιείται για τον παφλασμό, τον ρόχθο των κυμάτων (ηχομιμ. λέξη).