Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ζέφυρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
Ζέφῠρος, , Ζέφυρος (ό,τι και στη Ν.Ε.), δυτικός άνεμος, Λατ. Favonius, σε Όμηρ. κ.λπ.· άνεμος που έρχεται και πνέει από τα δυτικά, συχνά παριστάνεται θυελλώδης, σε Ομήρ. Οδ.· αλλά και εξαγνιστικός, ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ, σε Ομήρ. Ιλ. (από τη λέξη ζόφος, νύχτα, το κομμάτι της ημέρας στο οποίο επικρατεί σκοτάδι, όπως το Εὖρος από τη λέξη ἕως, αυγή).