Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Βάκχος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
Βάκχος, , Λατ. Bacchus, I. νεότερο όνομα του Διονύσου (σημ., το όνομα «Βάκχος» απαντά για πρώτη φορά στο Σοφ.), ο οποίος αποκαλούνταν Διόνυσος Βάκχειος και ὁ Βάκχειος, σε Ηρόδ. II. προσωνύμιο του οἴνου, σε Ευρ. κ.α. III. ένθερμος θιασώτης του Βάκχου, καθένας που βρίσκεται σε κατάσταση μανίας, ιερής έξαψης, στον ίδ., σε Πλάτ. (σημ., φαίνεται ότι είναι √ϜΑΧ, έτσι ώστε το Βάκχος να αντιπροσωπεύει το Ϝάκχος· η λέξη Ἴακχος χρησιμ. αντί ϜίϜακχος· πιθ. προέρχεται από το ἰάχω = ϜιϜάχω, φωνάζω, αλαλάζω).