LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ῥῖψις"
- ῥῖψις, -εως, ἡ, I. 1. πέταγμα, ρίξιμο, εκσφενδόνιση, εκτόξευση, σε Πλάτ. 2. μεταφ., το να ρίχνει κανείς το βλέμμα εδώ κι εκεί, στρέψιμο των ματιών τριγύρω, ῥῖψις ὄμματος, σε Πλούτ. II. εξαπόλυση ή εξακόντιση, σε Πλάτ.