LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ῥῆσις"
- ῥῆσις, -εως, Ιων. -ιος, ἡ (*ῥέω, ἐρῶ)· I. 1. λόγος, ρήση, ομιλία, λαλιά, λόγια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ἡ ἀπὸ Σκυθῶν ῥῆσις, η απόκριση των Σκυθών, σε Ηρόδ. 2. απόφαση, ψήφισμα, στον ίδ. II. διήγηση, μύθος, σε Πίνδ. III. ρητό ή χωρίο συγγραφέα· κατεξοχήν, ο λόγος στο δράμα, σε Αριστοφ.