Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ῥῆμα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ῥῆμα, -ατος, τό (ῥέω, ἐρῶI. 1. αυτό που λέγεται ή εκφωνείται, λέξη, λόγος, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.· κατὰ ῥῆμα ἀπαγγέλλειν, λέξη προς λέξη, σε Αισχίν. 2. φράση, αντίθ. προς το ὄνομα (μία μόνο λέξη), σε Πλάτ. 3. η υπόθεση του λόγου, πράγμα, αντικείμενο, σε Κ.Δ. II. στους Γραμμ., ρήμα, αντίθ. προς το ὄνομα (ουσιαστικό)· ῥήματα καὶ ὀνόματα, σε Πλάτ.
ῥημάτιον, τό, υποκορ. του ῥῆμα, χαϊδευτική διατύπωση, περίφραση, σε Αριστοφ.