Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ῥᾴδιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ῥᾴδιος, , -ον, Αττ. επίσης -ος, -ον· Επικ. και Ιων. ῥηΐδιος, , -ον[ῐ]· συγκρ. ῥᾴων, ῥᾷον (από √ΡΑ), Ιων. ῥηΐων, ῥήῖον, Επικ. ῥηΐτερος, συνηρ. ῥῄτερος, Δωρ. ῥᾴτερος — υπερθ. ῥᾷστος, , -ον, Ιων. και Επικ. ῥήϊστος, Δωρ. ῥάϊστος, Επικ. ῥηΐτατος·
Α. I. 1.
εύκολος, έτοιμος, έτοιμος να κάνει ή να πράξει κάτι, αντίθ. προς το χαλεπός, σε Όμηρ. κ.λπ.· ῥηίδιόν τοι ἔπος ἐρέω, θα σου πω λόγια εύκολα, για να μπορέσεις να τα καταλάβεις, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., τάφρος ῥηϊδίη περῆσαι, εύκολη στη διάβαση, σε Ομήρ. Ιλ.· ῥηΐτεροι πολεμίζειν, τότε ήταν ευκολότερο να πολεμά κάποιος με αυτούς, στο ίδ. 2. α) ῥᾴδιόν ἐστι, είναι εύκολο (να γίνει κάτι), με απαρ., σε Πίνδ., Θουκ.· με αιτ. και απαρ., τύραννον εὐσεβεῖν οὐ ῥᾴδιον, σε Σοφ.· επίσης, ῥᾷστοί εἰσιν ἀμύνεσθαι = ῥᾴδιόν ἐστιν αὐτοὺς ἀμύνεσθαι, σε Θουκ. β) επίσης, ῥᾴδιόν ἐστι, είναι εύκολο πράγμα, είναι εύκολη υπόθεση· παρ' ὑμῖν ῥᾴδιον ξενοκτονεῖν, σε Ευρ. II. λέγεται για πρόσωπα, εύκολος, πρόθυμος, Λατ. facilis, commodus, σε Δημ.· με αρνητική σημασία, απερίσκεπτος, αμελής, αδιάφορος, σε Λουκ. Β. Επίρρ. ῥᾳδίως, Αιολ. βραϊδίως,Επικ. και Ιων. ῥηῖδίως, I. 1. εύκολα, με ευχέρεια, πρόθυμα, θεληματικά, σε Όμηρ. κ.λπ.· ῥᾳδίως φέρειν, φέρω με ευχέρεια, φέρω εύκολα (κάτι), σε Ευρ. κ.λπ. 2. με αρνητική σημασία, με ελαφρότητα, απερίσκεπτα, αψήφιστα, τολμηρά, ασυλλόγιστα, σε Θουκ.· ῥᾳδίως οὕτω, κατά τον εύκολο και απερίσκεπτο αυτόν τρόπο, σε Πλάτ. II. συγκρ. ῥᾷον φέρειν, σε Θουκ. III. υπερθ. ῥᾷστα, ιδίως σε φράσεις όπως, ῥᾷστα φέρειν, σε Σοφ.· ὡς ῥᾷστα φέρειν, σε Αισχύλ.· ρᾷστά τε καὶ ἥδιστα βιοτεύειν, σε Ξεν.