Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ῥᾳστώνη"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ῥᾳστώνη, Ιων. ῥῃστώνη, (ῥᾷστοςI. ευχέρεια ή ευκολία στην εκτέλεση ενός πράγματος, σε Πλάτ.· ῥᾳστώνη ή μετὰ ῥᾳστώνης, με ευκολία, εύκολα, με ελαφρότητα, με ευχέρεια, στον ίδ.· ῥᾳστώνην φυγῆς παρέχειν, παρέχω εύκολο τρόπο διαφυγής, σε Πλούτ. II. πραότητα, ήρεμη φύση, ευμενής διάθεση, ηπιότητα, Λατ. facilitas· τινός, σε ή προς κάποιον, ἐκ ῥῃστώνης τῆς Δημοκήδεος, σε Ηρόδ. III. ανακούφιση ή ανάρρωση από ασθένεια ή πόνο· ῥᾳστώνη τῆς πόσεως, ανάνηψη από τις συνέπειες της οινοποσίας, της μέθης, σε Πλάτ.· απόλ., ανάπαυση, ανάπαυλα, χουζούρι, ξεκούραση, ησυχία, στον ίδ.· διὰ ῥᾳστώνην, χάριν ανάπαυσης, ξεκούρασης, με σκοπό την ανάπαυλα, σε Ξεν.· επίσης, ανάπαυση με πολυτέλεια, νωθρότητα, ραθυμία, οκνηρία, αδιαφορία, αμέλεια, σε Θουκ., Δημ.