LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ῥώννυμι"
- ῥώννῡμι, μέλ. ῥώσω, αόρ. αʹ ἔρρωσα — Παθ., ῥώννῠμαι, αόρ. αʹ ἐρρώσθην, παρακ. ἔρρωμαι (ῥώομαι)· I. δυναμώνω, κάνω κάτι δυνατό και ισχυρό, ενισχύω, ενδυναμώνω, σε Πλούτ. II. 1. κυρίως σε Παθ. παρακ. (με σημασία ενεστ.) ἔρρωμαι και υπερσ. ἐρρώμην (με σημασία παρατ.), προβάλλω ισχύ, έχω δύναμη ή ισχύ, σε Ευρ., Θουκ.· με απαρ., έχω τη δύναμη να κάνω κάτι, είμαι πρόθυμος, έχω την επιθυμία να το κάνω, σε Θουκ. 2. συχνά, προστ. ἔρρωσο, στο καλό! αντίο! καλό ταξίδι! έχε γεια! χαίρε! Λατ. vale, σε Ξεν.· επίσης, φράζειν τινὶ ἐρρῶσθαι, Λατ. valere jubere, σε Πλάτ. 3. μτχ. ἐρρωμένος, = ῥωμαλέος.