Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ῥύομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ῥύομαι, μέλ. ῥύσομαι [ῡ]· αόρ. αʹ ἐρρῡσάμην· Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ ἔρῡτο, γʹ πληθ. ἔρυντο, ῥύᾰτο [ῡ], απαρ. ῥῦσθαι· αποθ., αλλά και αόρ. αʹ ἐρρύσθην με Παθ. σημασία· I. σύρω προς τον εαυτό μου, δηλ. σύροντας βγάζω απ' τον κίνδυνο, σώζω, λυτρώνω, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· ῥύομαί τινα ὑπὲκ θανάτου, ὑπὲκ κακοῦ, σώζω κάποιον από..., σε Όμηρ.· ομοίως, με γεν., ῥύομαί τινατοῦ μὴ κατακαυθῆναι, σε Ηρόδ.· ή μόνο με απαρ., ῥύομαί τινα θανεῖν ή μὴ κατθανεῖν, σε Ευρ.· επίσης, σώζω από ασθένεια, γιατρεύω, θεραπεύω, σε Ηρόδ.· ελευθερώνω, απολυτρώνω, αποδεσμεύω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐκ δουλοσύνης, σε Ηρόδ. II. 1. γενικά, θωρακίζω, φρουρώ, περιφρουρώ, προστατεύω, λέγεται για φύλακες, προστάτες θεούς, ηγεμόνες, βασιλείς κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, για αμυντικό οπλισμό, όπλα, στο ίδ. 2. στο Σοφ., το ῥῦσαι με διπλή σημασία, ῥῦσαι σεαυτόν..., ῥῦσαι δὲ μίασμα τοῦ τεθνηκότος, λύτρωσε τον εαυτό σου..., και απάλλαξέ μας από το μίασμα· ομοίως και, ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας, να απαλλάξει από τις κατηγορίες, να αναιρέσει τις κατηγορίες, σε Θουκ. III. σύρω πίσω, αναχαιτίζω, εμποδίζω, ανακόπτω, αναστέλλω, παρεμποδίζω, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ. IV. αποκρούω, απομακρύνω, κρατώ σε απόσταση, σε Πίνδ.