Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ῥύμη"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ῥύμη[ῦ], (*ῥύω=ἐρύωI. 1. δύναμη, οχύρωμα, ορμή σώματος που βρίσκεται σε κίνηση, Λατ. impetus, ῥύμῃ ἐμπίπτειν, με ορμή, σε Θουκ.· πτερύγων ῥύμη, η ορμή των φτερών, σε Αριστοφ.· ἡ ῥύμη τῶν ἵππων, σε Ξεν.· μεταφ., εὐτυχεῖ ῥύμῃ θεοῦ, σε Ευρ.· ἡ ῥύμη τῆς ὀργῆς, η σφοδρότητα της οργής, σε Δημ. 2. απόλ., επίθεση, έφοδος των στρατιωτών, σε Θουκ., Ξεν. II. στενή οδός, στενωπός, Λατ. vicus, σε Πολύβ., Κ.Δ.