Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ῥύμα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ῥῦμα, -ατος, τό (*ρύω=ἐρύω), αυτό που σύρεται· I. 1. τόξου ῥῦμα, δηλ. οι Πέρσες τοξότες, αντίθ. προς το λόγχης ἰσχύς, δηλ. οι Έλληνες δορυφόροι, λογχοφόροι, σε Αισχύλ.· ἐκ τόξου ῥύματος, από απόσταση μιας βολής τόξου, σε Ξεν. 2. ρυμούλκα (σχοινί ρυμούλκησης), σε Πολύβ. II. (ῥύομαι) άμυνα, υπεράσπιση, προστασία, σε Ευρ.· πύργου ῥῦμα, πύργος, προπύργιο άμυνας, οχύρωμα, σε Σοφ.