Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ῥόμβος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ῥόμβος ή ῥύμβος, (ῥέμβωI. 1. σβούρα ή τροχός, Λατ. rhombus, turbo, σε Ευρ., Ανθ. 2. μαγικός τροχός, χρησιμοποιείται από μάγους για να ενισχύσουν τα ξόρκια τους, σε Θεόκρ. II. περιστροφική κίνηση, λέγεται για σβούρα ή τροχό, ἱέντα ῥόμβον ἀκόντων, εξαπολύοντας περιστρεφόμενα βέλη, σε Πίνδ.· ῥόμβος αἰετοῦ, αιφνιδιαστική επίθεση και βουτιά ή κυκλοτερής κίνηση και ορμητική εφόρμηση αετού, στον ίδ. III. 1. ρόμβος, δηλ. τετράπλευρο σχήμα με τις απέναντι μόνο γωνίες ίσες, σε Ευκλ. 2. είδος ψαριού, το «συάκι», το καλκάνι.