LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ῥόδον"
- ῥόδον, τό, τριαντάφυλλο, Λατ. rosa, σε Ομηρ. Ύμν., Θέογν. κ.λπ.· Αιολ. βρόδον, σε Σαπφώ· μεταφ., ῥόδα μ' εἴρηκας, με στόλισες με τριαντάφυλλα, μου μίλησες γλυκά και όμορφα, σε Αριστοφ.