Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ῥυθμός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ῥυθμός, Ιων. ῥυσμός, (ῥέωI. έμμετρη κίνηση, χρόνος, ρυθμός, Λατ. numerus, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἐν ῥυθμῷ, με ρυθμό, λέγεται για την όρχηση, το βάδισμα κ.λπ., το in numerum του Βιργ., σε Ξεν.· μετὰ ῥυθμοῦ, σε Θουκ.· θάττονα ῥυθμὸν ἐπάγειν, παίζω με ταχύτερο «ρυθμικό χρόνο», σε Ξεν. II. αναλογία ή συμμετρία μερών, σε Πλάτ. III. γενικά, αναλογία, ρύθμιση, διευθέτηση, τάξη, τακτοποίηση, σε Ευρ. IV. κατάσταση ψυχής, διάθεση, προδιάθεση, τάση, ροπή, σε Θέογν. κ.λπ. V. μορφή ή σχήμα πράγματος, σε Ηρόδ.· λέγεται για τον θώρακα, σε Ξεν. VI. μέθοδος, τρόπος σχηματισμού πράγματος, σε Ευρ.· τίς ῥυθμὸς φόνου; τι είδους φόνος; στον ίδ.