LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ῥυθμίζω"
- ῥυθμίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ — Παθ., παρακ. ἐρρύθμισμαι (ῥυθμός)· φέρνω σε μέτρο, σε ρυθμό χρόνου ή σε αναλογία· γενικά, τακτοποιώ, διευθετώ, ρυθμίζω, μορφώνω, παιδεύω, εκπαιδεύω, σε Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., ῥυθμίζεις λύπην ὅπου, καθορίζεις, προσδιορίζεις τον τόπο της λύπης, σε Σοφ. — Μέσ., ῥυθμίζω πλόκαμον, διορθώνω τα μαλλιά, σε Ευρ. — Παθ., νηλεῶς ὧδ' ἐρρύθμισμαι, τόσο ανηλεώς, με τέτοια σκληρότητα επαναφέρομαι στην τάξη, σε Αισχύλ.