Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ῥοπή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ῥοπή, (ῥέπωI. 1. κλίση προς τα κάτω, ροπή, κλίση πλάστιγγας, ζυγαριάς, σε Αισχύλ.· διαφέρειν τὴν ῥοπήν, διαταράσσω την ισορροπία, σε Πλούτ. 2. μεταφ., η κλίση της πλάστιγγας, η κρίσιμη στιγμή, στην οποία θα αποφασιστεί η έκβαση, Λατ. momentum· ἔχεται ῥόπας (ενν. ἡ πόλις), η πόλη βρίσκεται σε κρίσιμη στιγμή της τύχης της, σε Αριστοφ.· ῥοπὴ ἐπισκοπεῖ Δίκας, η πλάστιγγα ή η κρίσιμη μεταστροφή, αλλαγή της Δικαιοσύνης, σε Αισχύλ.· σμικρὰ παλαιὰ σώματ' εὐνάζει ῥοπή, μικρή, ελαφρά κλίση της πλάστιγγας αποτελειώνει τους γέροντες, σε Σοφ.· ἐπὶσμικρᾶς ῥοπῆς, λέγεται για τους εξαρτώμενους από την ελαχίστη τροπή των περιστάσεων, λέγεται γι' αυτούς που αγγίζουν τον θάνατο, σε Ευρ.· ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες, λέγεται γι' αυτούς που εξαρτώνται από μια μοναδική, ελάχιστη τροπή των περιστάσεων, γι' αυτούς που βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση, σε Θουκ.· ῥοπὴ βίου, το σημείο καμπής, τροπής ή καταστροφής του βίου, δηλ. ο θάνατος, σε Σοφ. II. μεταφ., επιρροή, επίδραση, επενέργεια, σε Δημ.