Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ῥοδόεις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ῥοδόεις, -εσσα, -εν (ῥόδονI. αυτός που προέρχεται από τα ρόδα, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. II. αυτός που έχει ρόδινο χρώμα, τριανταφυλλής, σε Ανθ.