Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ῥοή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ῥοή, , Δωρ. ῥοά, αλλά σε Αττ. ῥοή, Επικ. γεν. πληθ. ῥοάων [ᾱ] (ῥέω)· ποτάμι, ρεύμα, πλημμύρα, χείμαρρος, σε Όμηρ. κ.λπ.· κυρίως, σε πληθ., ἐπ' Ὠκεανοῖο ῥοάων, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀμπέλου ῥοή, ο χυμός του σταφυλιού, σε Ευρ.· μεταφ., λέγεται για την ποίηση, ροή άσματος ή ποίησης, σε Πίνδ.· επίσης, ῥοαί, τακτοποίηση, διευθέτηση ζητημάτων, υποθέσεων, μεταβολές της τύχης, στον ίδ.