Αποτελέσματα για: "ῥεῦμα"
Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
-
ῥεῦμα, -ατος, τό (ῥέω)· I. 1. αυτό που ρέει, ροή, ρους, ρεύμα, ρυάκι, ροπή, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ. 2. ρεύμα ποταμού, κυρίως στον πληθ., σε Ηρόδ., Ευρ.· ρυάκι λάβας, σε Θουκ.· μεταφ., ρεύμα ή πλήθος ανθρώπων, σε Τραγ., Σοφ. 3. πλημμύρα, σε Θουκ. II. στην ιατρική, απέκκριση, απέκκριμμα του σώματος, έκχυση, καταρροή, σε Λουκ.
-
ῥευμᾰτίζομαι, I. Παθ., ρέω όπως το ρεύμα, σε Στράβ. II. πάσχω από καταρροή ή ρευματισμούς.
-
ῥευμάτιον, τό, υποκορ. του ῥεῦμα, ποταμάκι, ρυάκι, σε Πλούτ.