Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ῥεῦμα"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ῥεῦμα, -ατος, τό (ῥέωI. 1. αυτό που ρέει, ροή, ρους, ρεύμα, ρυάκι, ροπή, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ. 2. ρεύμα ποταμού, κυρίως στον πληθ., σε Ηρόδ., Ευρ.· ρυάκι λάβας, σε Θουκ.· μεταφ., ρεύμα ή πλήθος ανθρώπων, σε Τραγ., Σοφ. 3. πλημμύρα, σε Θουκ. II. στην ιατρική, απέκκριση, απέκκριμμα του σώματος, έκχυση, καταρροή, σε Λουκ.
ῥευμᾰτίζομαι, I. Παθ., ρέω όπως το ρεύμα, σε Στράβ. II. πάσχω από καταρροή ή ρευματισμούς.
ῥευμάτιον, τό, υποκορ. του ῥεῦμα, ποταμάκι, ρυάκι, σε Πλούτ.