Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ῥαδινός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ῥᾰδῐνός, , -όν, Αιολ. βρᾰδῐνός, , -όν, 1. λεπτός, λυγερός, λεπτός στην άκρη, μυτερός, σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν. κ.λπ. 2. λέγεται για τα μέλη νεανικού σώματος, λυγερός, λεπτοφυής, λεπτοκαμωμένος, ντελικάτος, απαλός, φερός, σε Ησίοδ., Θέογν. 3. γενικά, λεπτός, απαλός ή ευκίνητος, ὄσσε, σε Αισχύλ.