Αποτελέσματα για: "ῥίψ"
Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
-
ῥίψ, ῥῑπός, δοτ. πληθ. ῥιψί, Επικ. ῥίπεσσι· πλέγμα από καλάμια ή βούρλα, καλαμωτή, ψάθα, Λατ. crates, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
-
ῥίψ-ασπις, -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που ρίχνει την ασπίδα του στη μάχη, δειλός, άνανδρος, αποστάτης, προδότης, σε Αριστοφ.
-
ῥῖψις, -εως, ἡ, I. 1. πέταγμα, ρίξιμο, εκσφενδόνιση, εκτόξευση, σε Πλάτ. 2. μεταφ., το να ρίχνει κανείς το βλέμμα εδώ κι εκεί, στρέψιμο των ματιών τριγύρω, ῥῖψις ὄμματος, σε Πλούτ. II. εξαπόλυση ή εξακόντιση, σε Πλάτ.
-
ῥιψο-κίνδῡνος, -ον, αυτός που ρίχνεται σε περιττούς, σε μη αναγκαίους κινδύνους, απερίσκεπτος, παρακινδυνευμένος, παράτολμος, αλόγιστος, σε Ξεν.
-
ῥίψ-οπλος, -ον, αυτός που ρίχνει από πάνω του τα όπλα του, προδότης, δειλός, σε Αισχύλ.