Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ῥίπτω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ῥίπτω, Ιων. παρατ. ῥίπτασκον ή -εσκον· μέλ. ῥίψω, αόρ. αʹ ἔρριψα, Επικ. ῥῖψα, παρακ. ἔρρῑφαΠαθ., μέλ. αʹ ῥιφθήσομαι, μέλ. βʹ ῥῐφήσομαι, μέλ. γʹ ἐρρίψομαι, αόρ. αʹ ἐρρίφθην, αόρ. βʹ ἐρρίφην [ῐ], παρακ. ἔρριμμαι, γʹ ενικ. υπερσ. ἔρριπτο, Επικ. ἐρέριπτο· I. ρίχνω, ρίχνω βολή, εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω, σε Όμηρ. κ.λπ.· ῥίπτωχθονί, ρίχνω στο έδαφος, ρίχνω χάμω, καταγής, σε Σοφ.· ρίχνω τα δίχτυα, Παθ., ἔρριπται ὁ βόλος, τα δίχτυα ρίχτηκαν, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· ρίχνω τριγύρω ή πετώ εδώ κι εκεί, πλοκάμους, σε Ευρ. II. αποβάλλω, αποδιώχνω, εξορίζω απ' το σπίτι ή τη χώρα, σε Σοφ.Παθ., μὴῥιφθῶ κυσίν, στον ίδ. III. ρίχνω μακριά ή πετώ από πάνω μου, βγάζω, αποβάλλω, απομακρύνω, λέγεται για όπλα, ρούχα, σε Ευρ. κ.λπ. IV. ῥίπτω λόγους, εξαπολύω λόγια, τα εκτοξεύω, σε Αισχύλ., Ευρ.· αλλά, επίσης, μιλώ εις μάτην, μιλώ στον αέρα, σε Αισχύλ., Ευρ.Παθ., οἴχεται ταῦτ'ἐρριμμένα, σε Σοφ. V. ρίχνω κλήρους ή κύβους, ρίχνω ζάρια, ριψοκινδυνεύω, διακινδυνεύω, σε Ευρ., Πλάτ. VI. ῥίπτω ἑαυτόν, ρίχνομαι κάτω, ἀποθνῄσκουσιν οἱ μὲν ῥίπτοντες ἑαυτούς, οἱ δὲ ἀπαγχόμενοι, σε Ξεν.· μεταγεν., απόλ., ῥίπτειν, ρίχνομαι· ἐς πόντον, σε Θέογν.· ἐς τάφρον, σε Ευρ.