Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ῥίζα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ῥίζα, -ης, , I. 1. ρίζα, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· κυρίως απαντά στον πληθ., οι ρίζες, σε Όμηρ. 2. μεταφ., οι ρίζες του ματιού, σε Ομήρ. Οδ.· οι ρίζες ή τα θεμέλια της γης, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ. 3. ἐκῥιζῶν ἀναιρεῖν, Λατ. radicitus, σε Πλούτ. II. οτιδήποτε φυτρώνει όπως η ρίζα από το κοτσάνι, απ' όπου και ο Πίνδαρος ονομάζει τη Λιβύη τρίτην ῥίζαν χθονός, θεωρώντας τη γη διαιρεμένη σε τρεις ηπείρους. III. μεταφ., ρίζα ή αρχή καταγωγής μιας οικογένειας, Λατ. stirps, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· απ' όπου· γένος, γενιά, οικογένεια, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.