Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ῥήγνυμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ῥήγνῡμι ή -ύω (εκτετ. τύπος από √ΡΑΓΙων. παρατ. ῥήγνυσκον· μέλ. ῥήξω, αόρ. αʹ ἔρρηξαΜέσ., ῥήγνῠμαι, μέλ. ῥήξομαι, αόρ. αʹ ἐρρηξάμην, Επικ. ῥηξάμηνΠαθ., μέλ. ῥᾰγήσομαι, αόρ. βʹ ἐρράγην [ᾰ], παρακ. ἔρρηγμαι, αλλά συνηθέστερος αμτβ. παρακ. ἔρρωγα· πρβλ. επίσης ῥήσσω, ῥάσσω.
Α. I. 1.
σπάζω, θραύω, τεμαχίζω ή κομματιάζω, σχίζω, ξεσχίζω, θρυμματίζω, καταστρέφω, κλονίζω, γκρεμίζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· διαρρηγνύω, σχίζω τα ρούχα μου ως ένδειξη πένθους, θλίψης, σε Αισχύλ.Μέσ., καταστρέφω για τον εαυτό μου (για λογαριασμό μου), διαλύω για δική μου ωφέλεια, σε Ομήρ. Ιλ. 2. διασπώ τις γραμμές των εχθρών, προκαλώ ρήγμα στην παράταξη της μάχης ή το στρατιωτικό σώμα, στο ίδ., σε Ηρόδ.· στη Μέσ., ῥήξασθαι φάλαγγας, στίχας, ανοίγω δρόμο μέσα από τις γραμμές του εχθρού, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., ῥήξασθαι, κάνω διάρρηξη ή εισβάλλω, μπουκάρω, στο ίδ. 3. λύνομαι, απελευθερώνομαι, αποδεσμεύομαι, στο ίδ. 4. ῥῆξαι φωνήν, βγάζω κραυγή, κραυγάζω, ξεφωνίζω, λέγεται για παιδιά και ανθρώπους άλαλους, που έχουν αποσβολωθεί, που έχουν κοκκαλώσει από φόβο λόγο εχθρικής εισβολής και ξαφνικά μιλούν, σε Ηρόδ.· μεταγεν., μιλώ ελεύθερα, μιλώ χωρίς περιστροφές, υψώνω τη φωνή (όπως το Λατ. rumpere vocem, σε Βιργ.), στον ίδ., σε Αριστοφ. κ.λπ. 5. δακρύων ῥήξασα νάματα, αφήνοντας ελεύθερα τα δάκρυα να τρέξουν, σε Σοφ.· με την ίδια σημασία, ῥήγνῡμι κλαυθμόν, σε Πλούτ. II. απόλ., στον τύπο ῥήσσω, λέγεται για την όρχηση, κτυπώ ρυθμικά το έδαφος, ορχούμαι, χορεύω, σε Ομήρ. Ιλ. III. μεταγεν., ως όρος πολεμιστών, ρίχνω καταγής, σωριάζω κάτω, ανατρέπω, ξαπλώνω τον αντίπαλο χάμω, καταρρίπτω, σε Δημ. Β. 1. Παθ., κυρίως στον αόρ. βʹ ἐρράγην [ᾰ], σπάζω, συντρίβομαι, λέγεται για τα κύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, λέγεται για τα σύννεφα, σε Αριστοφ. 2. σπάζω, ραγίζω σε κομμάτια, σχίζομαι, γίνομαι ρηγματώδης, λέγεται για τη γη σε καιρό σεισμού, ῥαγῆναί τι τῆς γῆς, σε Πλάτ.· επίσης, λέγεται για τα ενδύματα, ἱμάτια ῥαγέντα, σε Ξεν. 3. εκρήγνυμαι, ξεσπώ, όπως η αστραπή, η βροντή, σε Αριστοφ. 4. λέγεται ακόμη για τα πλοία, συντρίβομαι, τσακίζομαι, ναυαγώ, σε Δημ.· μεταφ., λέγεται για τις ελπίδες, πολλῶν ῥαγεισῶν ἐλπίδων, σε Αισχύλ. Γ. I. αμτβ., όπως το Παθ., ξεσπώ με ορμή, εκρήγνυμαι, λέγεται για ποτάμι, υπερχειλίζω, εἰ ἐθελήσει ῥήξας ὑπερβῆναι ὁ ποταμός, σε Ηρόδ.· μεταφ., λέγεται για ξαφνικές δυστυχίες, εκρήξεις οργής κ.λπ. σε Σοφ. II. με αυτήν την αμτβ. σημασία ο παρακ. ἔρρωγα, χρησιμ. συνήθως για να δηλώσει το ξέσπασμα σε δάκρυα, στον ίδ.· μεταφ., κακῶν πέλαγος ἔρρωγεν, σε Αισχύλ. κ.λπ.