Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ῥέπω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ῥέπω, μέλ. ῥέψω, αόρ. αʹ ἔρρεψα· 1. κυρίως, λέγεται για τη ζυγαριά, κλίνω, γέρνω προς τα κάτω, Λατ. vergere, inclinare, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· λέγεται για πράγματα, κλίνω προς το ένα ή το άλλο μέρος, είμαι ευμετάβλητος, σε Πίνδ.· ὕπνοςἐπὶ βλεφάροις ῥέπων, ύπνος που πέφτει πάνω στα βλέφαρα, που καταλαμβάνει τα μάτια του ανθρώπου, στον ίδ. 2. λέγεται για μία από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, υπερισχύω, επικρατώ, σε Ηρόδ., Πλάτ. 3. επίσης, λέγεται για πρόσωπα, εὖ ῥέπει θεός, ο θεός διάκειται ευμενώς, πρόσκειται φιλικά, σε Αισχύλ.· ῥέπειν ἐπί τι, κλίνω, γέρνω προς κάτι, σε Δημ.· εἴς ή πρός τι, σε Πλάτ., Αριστ.· εἴς τινα, σε Λουκ. 4. λέγεται επίσης, για καθήκοντα, για αισθήματα, ῥέπω εἴς τινα, πέφτω ή ανατίθεμαι σε κάποιον, σε Αισχύλ., Σοφ. 5. λέγεται για γεγονότα, πέφτω, συμβαίνω κατά συγκεκριμένο τρόπο, σε Σοφ.· ῥέπω εἴς τι, έχω κλίση, στρέφομαι ή καταλήγω σε κάτι, σε Αισχύλ., Αριστοφ.