LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ῥάχις"
- ῥάχις[ᾰ], -ιος, Αττ. -εως, ἡ, I. το χαμηλότερο μέρος της ράχης· η σπονδυλική στήλη σφάγιου μαζί με το κρέας της, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταγεν., σπονδυλική στήλη ή ραχοκοκκαλιά· ὑπὸ ῥάχιν παγέντες, σουβλισμένοι, παλουκωμένοι, ανασκολοπισμένοι, σε Αισχύλ. II. οτιδήποτε έχει σχήμα ραχοκοκκαλιάς, ράχη όρους, οροσειρά, ορεινή πτύχωση, σε Ηρόδ.