Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ῥάκος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ῥάκος[ᾰ], -εος, τό, I. 1. κουρελιασμένο ένδυμα, κουρέλι, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· στον πληθ., ῥάκεα, Αττ. ῥάκη, κουρέλια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. 2. γενικά, λωρίδα, ταινία υφάσματος, πανί, σε Ηρόδ.· κομμάτι, τεμάχιο σάρκας, σε Αισχύλ. II. σε πληθ., ζάρες, ρυτίδες προσώπου, σε Αριστοφ. III. μεταφ., κουρέλι, απομεινάρι, λείψανο, υπόλοιπο, σε Ανώνυμ. παρ' Αριστ.· λέγεται, επίσης, για γέρο ναυτικό, ἁλίοιο βίου ῥάκος, σε Ανθ.