Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὧδε"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ὧδε, Αττ. ὡδί, δεικτικό επίρρ. του ὅδε· I. 1. λέγεται για τρόπο, κατ' αυτόν τον τρόπο, έτσι, τοιουτοτρόπως, και (πιο εμφατικά και με ερωτηματική σημασία) τόσο πολύ, τόσο υπερβολικά, σε Όμηρ. κ.λπ.· το ὧδε συνάπτεται με το ὡς, τόσο... όσο..., στον Όμηρ.· ακολουθ. επίσης από αναφορ., τίς ὧδε τλησικάρδιος, ὅτῳ...; σε Αισχύλ.· ὧδέ πως, με κάποιον τρόπο, έτσι, σε Ξεν. κ.λπ. 2. λέγεται για καταστάσεις, πρόμολ' ὧδε, έλα εδώ όπως είσαι, αμέσως, σε Όμηρ. 3. επίσης χρησιμοποιείται για να προαγγείλει κάτι που έπεται, τοιουτοτρόπως, όπως ακολουθεί, στον ίδ.· ὧδ' ἠμείψατο, σε Σοφ. 4. με γεν., ὧδε γένους, τέτοιου γένους, σε Ευρ. II. λέγεται για δήλωση του τόπου, επιτόπου, εδώ, σε Σοφ., Θεόκρ.
ᾨδεῖον, τό, το Ωδείο, δημόσιο κτίριο που κτίστηκε στα χρόνια του Περικλή, και προοριζόταν για μουσικές παραστάσεις και για τη διεξαγωγή δικαστικών αγώνων, σε Αριστοφ., Πλούτ.
ᾤδεον, παρατ. του οἰδέω.