LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὦχρος"
- ὠχρός, -ά, -όν, ωχρός, χλωμός, κιτρινωπός, λέγεται για την επιδερμίδα, σε Ευρ., Αριστοφ.· λέγεται επίσης για βάτραχο, σε Βατραχομ.· τὸ ὠχρόν, το κίτρινο χρώμα, σε Πλάτ.
- ὦχρος, -ου, ὁ, χλώμιασμα, ωχρότητα, ως επί το πλείστον το ωχρό χρώμα που προκαλείται από φόβο· ὦχρος δέ μιν εἷλε παρειάς, σε Ομήρ. Ιλ.