Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὦκα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὦκα, ποιητ. επίρρ. του ὠκύς· 1. γρήγορα, ταχέως, αμέσως, σε Όμηρ.· επιτετ., μάλ' ὦκα, ὦκα μάλ', στον ίδ. 2. λέγεται για δήλωση του χρόνου, ὦκα ἔπειτα, αμέσως, ταχέως, ευθύς, στον ίδ.