Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὥσπερ"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ὥςπερ ή ὥσπερ, επίρρ. του τρόπου, έτσι όπως, σαν να, ακριβώς όπως, καθώς· ἀλώμενος ὥσπερ Ὀδυσσεύς, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· στον Όμηρ. συχνά παρεμβάλλεται μια λέξη ανάμεσα στα ὡς και περ, π.χ., ὡς σύ περ αὐτή, ὡς τὸ πάρος περ, ὡς ἔσεταί περ· ὥσπερ εἶχον, ακριβώς όπως αυτοί ήταν, τότε και εκεί, σε Ηρόδ.· εὐθὺς ὥσπερ εἶχεν, σε Ξεν.· επιτετ., ὥσπερ γε, ακριβώς όπως, καθώς, σε Αριστοφ.· ὁμοίως, ὥσπερ, σε Θουκ. II. περιορίζει ή τροποποιεί κάποιον ισχυρισμό, όπως το ὡσπερεί, οιονεί, ωσάν, όπως ήταν, Λατ. tanquam· ὥσπερ ἐγγελῶσα, σε Σοφ. III. χρησιμοποιείται για δήλωση χρόνου, αμέσως όταν..., σε Αριστοφ.
ὥσπερεἰ ή ὡσπερεί, επίρρ., I. ακριβώς όπως εάν, σαν να..., Λατ. quasi, tanquam· ὥσπερ εἰ παρεστάτεις, σε Αισχύλ.· ὥσπερ τις μηδὲν διδοίη, σε Σοφ. II. ὥσπερ ἂν εἰ ή ὡσπερανεί (το οποίο κυρίως είναι ελλειπτικό αντί ὥσπερ ἂν ἦν, εἰ...), σε Πλάτ.
ὥσπεροὖν ή ὡσπεροῦν, επίρρ., I. ακριβώς όπως, ακριβώς έτσι· ὥσπερ οὖν ἀπώλετο, σε Αισχύλ. II. όπως πράγματι, όπως αναμφιβόλως, εἰ δ' ἔστιν (ὥσπερ οὖν ἔστι) θεός, σε Πλάτ.