
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὤψ"
- ὤψ, ἡ (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω), μάτι, πρόσωπο, όψη, σε Όμηρ., Ησίοδ.· εἰςὦπα ἰδέσθαι τινί, κοιτάζω κάποιον κατάματα, σε Ομήρ. Ιλ.· και απόλ., εἰς ὦπα ἰδέσθαι, σε Ομήρ. Οδ.· αλλά, θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν, (λέγεται για την Ελένη) είναι στο πρόσωπο όμοια με τις αθάνατες θεές, σε Ομήρ. Ιλ.
- ὦψαι, βʹ ενικ. Παθ. παρακ. του ὁράω.