Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὤρα"

Βρέθηκαν 7 λήμματα [1 - 7]
ὤρα, Ιων. ὤρη, (συγγενές προς το οὖρος Β), φροντίδα, προσοχή, μέριμνα, πρόνοια, ενδιαφέρον για άνθρωπο ή πράγμα· με γεν., σε Ησίοδ., Σοφ.· μηδεμίαν ὤρην ἔχειν γυναικῶν, σε Ηρόδ.
ὥρα, Ιων. ὥρη, , Επικ. γεν. πληθ. ὡράων, Ιων. ὡρέων· ποιητ. δοτ. πληθ. ὥραισι, Λατ. hora·
Α. κάθε στιγμή ή χρονική περίοδος, είτε του έτους, του μήνα ή της ημέρας (νυκτός τε ὥραν καὶ μηνὸς καὶ ἐνιαυτοῦ, σε Ξεν.)· απ' όπου, I. 1. τμήμα του έτους, εποχή· στον πληθ., εποχές, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.· περιτελλομέναις ὥραις, σε Σοφ.· τῆς ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ, σε Θουκ.· αρχικά διακρίνονταν τρεις εποχές· α) άνοιξη, ἔαρος ὥρη, ὥρη εἰαρινή, σε Όμηρ.· β) καλοκαίρι, θέρεος ὥρη, σε Ησίοδ., ὥρα θερινή, σε Ξεν.· γ) χειμώνας, χείματος ὥρη, σε Ησίοδ., ὥρῃ χειμερίῃ, σε Ομήρ. Οδ.· η τέταρτη εποχή, ὀπώρα, αναφέρεται πρώτα στον Αλκμ. 2. απόλ., η ακμή του έτους, η ώρα της άνοιξης· ὅσα φύλλα γίγνεται ᾥρη, σε Όμηρ.· στους ιστορικούς, η ώρα του έτους που είναι κατάλληλη για πόλεμο, το καλοκαίρι, κυρίως στη φράση, ὥρα ἔτους, σε Θουκ. κ.λπ. 3. το έτος γενικά, σε Ηρόδ.· ἐν τῇ πέρυσιν ὥρᾳ, κατά το προηγούμενο έτος, σε Δημ. κ.λπ. 4. στον πληθ., τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, μεταξύ των οποίων το καλοκαίρι θεωρείται ο νότος, ενώ ο χειμώνας ο βορράς, σε Ηρόδ. II. 1. μέρος της ημέρας ή του ημερονυκτίου, αἱ ὧραι τῆς ἡμέρας, οι ώρες της ημέρας, τα μέρη της ημέρας, πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ, σε Ξεν.· επίσης, νυκτὸς ἐν ὥρῃ, την ώρα της νύχτας, σε Ομηρ. Ύμν.· ὀψὲ τῆς ὥρας, αργά μέσα στην ημέρα, σε Δημ. 2. μέρα και η νύχτα πιθ. χωρίστηκαν πρώτα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τον αστρονόμο Ίππαρχο (περίπου το 150 π.Χ.)· αλλά η διαίρεση της φυσικής μέρας (από ανατολή ηλίου μέχρι δύση) σε δώδεκα μέρη είχε εισαχθεί ήδη πριν από τον Ηρόδ. (2. 109). III. 1. κατάλληλη στιγμή ή εποχή για ένα πράγμα (καιρός), ὅταν ὥρα ἥκῃ, σε Ξεν. κ.λπ. 2. με γεν. πράγμ., ὥρη κοίτοιο, ὕπνου, η ώρα του κρεβατιού, η ώρα του ύπνου, σε Ομήρ. Οδ.· ὥρη δόρποιο, στο ίδ.· καρπῶν ὧραι, σε Αριστοφ. 3. ὥρα (ἐστίν), με απαρ., είναι ώρα, κατάλληλος καιρός για να γίνει κάτι, ἀλλὰ καὶ ὥρη εὕδειν, σε Ομήρ. Οδ.· δοκεῖ οὐχ ὥρα εἶναι καθεύδειν, σε Ξεν. κ.λπ. 4. με επιρρ. χρήση, τὴν ὥρην, κατά τον προσήκοντα χρόνο, σε Ηρόδ., Ξεν.· αλλά τὴνὥρα, σε αυτήν τη στιγμή, σε Ησίοδ.· ἐν ὥρῃ, στον προσήκοντα χρόνο, στην κατάλληλη στιγμή, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· επίσης, αἰεὶ ἐς ὥρας, κατά διαδοχικές εποχές, σε Ομήρ. Οδ.· καθ' ὥραν, σε Θεόκρ.· πρὸ τῆς ὥρας, σε Ξεν. IV. μεταφ., η ακμή της νεότητας, νεότητα, νεαρή ηλικία· ὥραν ἔχειν, σε Αισχύλ.· πάντες οἱ ἐν ὥρᾳ, σε Πλάτ. κ.λπ.· φεῦ, φεῦ τῆς ὥρας! τοῦ κάλλους!, αχ! τί νιάτα! τί ομορφιά! σε Αριστοφ. κ.λπ.· V. = τὰ ὡραῖα, καρποί που παράγονται κατά τις εποχές του έτους, σε Ξεν.Β. με μυθολογική σημασία, αἱὯραι, οι Ώρες, φύλακες των πυλών του ουρανού, σε Ομήρ. Ιλ., και υπηρέτριες των θεών, στο ίδ.· ήταν τρεις στον αριθμό, κόρες του Δία και της Θέμιδος· η Ευνομία, η Δίκη και η Ειρήνη, φύλακες των έργων των ανθρώπων, προστάτιδες των ωρών του έτους και των καρπών της εποχής, σε Ησίοδ.· πολλές φορές βρίσκονται μαζί με τις Χάριτες, Χάριτες καὶ ἐΰφρονες Ὧραι, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.
ὡραῖος, , -ον, I. 1. αυτός που παράγεται στη σωστή εποχή (ὥρα), εποχιακός, έγκαιρος, ώριμος· λέγεται ιδίως για τα φρούτα, όπως το Λατ. hornus (από το hora)· βίος ή βίοτος ὡραῖος, μεγάλη ποσότητα από φρούτα (γενικά από τροφές) που μαζεύτηκαν την κατάλληλη εποχή, σε Ησίοδ.· ὡραῖοι καρποί, τα φρούτα, γενικά οι καρποί της εποχής, σε Ηρόδ.· με αυτή τη σημασία, ὡραῖα, τά, σε Θουκ., Ξεν.· επίσης, λέγεται για τα ζώα, ὡραῖοι ἄρνες, τα αρνιά του έτους, σε Ανθ. 2. ἡ ὡραία, όπως ὥρα I. (βλ. αυτ.3. καλοκαίρι, ιδίως οι τέσσερις-πέντε μήνες κατά τους οποίους γίνονταν οι εκστρατείες, σε Δημ.· αλλά επίσης, τὴν μὲν ὡραίην οὐχ ὕει, δεν βρέχει κατά την εποχή (ενν. της βροχής), σε Ηρόδ. II. 1. αυτός που συμβαίνει ή γίνεται στην προσήκουσα εποχή, στον κατάλληλο καιρό, εποχιακός, έγκαιρος· ἄροτος, ἔργον, σε Ησίοδ.· ὡραῖόν ἐστι, ο καιρός είναι καλός, σε Πλούτ. 2. μεταφ., εποχιακός, έγκαιρος, κατάλληλος, αρμόδιος, ὡραῖα ἱερά, σε Πλάτ. III. 1. λέγεται για ανθρώπους, κατάλληλος ή ώριμος για κάποιο πράγμα· με γεν., γάμων ή γάμου ὡραίη, σε Ηρόδ.· ἐς ἥβην ὡραίαν γάμων, σε Ευρ.· λέγεται για ηλικιωμένος ανθρώπους, ώριμος για θάνατο· πατήρ γε μὴν ὡραῖος, στον ίδ.· ὡραίῳ ἕσταμεν βίου, θανεῖν ἕτοιμος, στον ίδ. 2. αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του, νεανικός, σε Ησίοδ., Ξεν. 3. γενικά, λέγεται για πράγματα, όμορφος, χαριτωμένος, σε Κ.Δ.
ὡραιότης, -ητος, , ωρίμανση φρούτων, καρπών, σε Αριστ. II. ακμή νεότητας, σε Ξεν.
ὡρᾱκιάω, μέλ. -άσω [ᾱ], λιποψυχώ, λιποθυμώ, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
ὠρᾰνός, Αιολ. αντί οὐρανός.
ὥρᾱσι, -ιν, επίρρ. (ὥρα), στην κατάλληλη εποχή, σε καλή στιγμή, σε Αριστοφ.