LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὡρικός"
- ὡρῐκός, -ή, -όν (ὥρα), αυτός που βρίσκεται στην ακμή του, νεαρός, ακμαίος, σε Αριστοφ.· επίρρ., ὡρικῶς πυνθάνει, ρωτάς με τόση ντροπαλότητα, τόση χάρη, όπως ρωτούν οι νεαρές κόρες, στον ίδ.