Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὡρηφόρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὡρη-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που προάγει τις εποχές του έτους ή φέρνει τους καρπούς στην εποχή τους, σε Ομηρ. Ύμν.