Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὡραῖος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὡραῖος, , -ον, I. 1. αυτός που παράγεται στη σωστή εποχή (ὥρα), εποχιακός, έγκαιρος, ώριμος· λέγεται ιδίως για τα φρούτα, όπως το Λατ. hornus (από το hora)· βίος ή βίοτος ὡραῖος, μεγάλη ποσότητα από φρούτα (γενικά από τροφές) που μαζεύτηκαν την κατάλληλη εποχή, σε Ησίοδ.· ὡραῖοι καρποί, τα φρούτα, γενικά οι καρποί της εποχής, σε Ηρόδ.· με αυτή τη σημασία, ὡραῖα, τά, σε Θουκ., Ξεν.· επίσης, λέγεται για τα ζώα, ὡραῖοι ἄρνες, τα αρνιά του έτους, σε Ανθ. 2. ἡ ὡραία, όπως ὥρα I. (βλ. αυτ.3. καλοκαίρι, ιδίως οι τέσσερις-πέντε μήνες κατά τους οποίους γίνονταν οι εκστρατείες, σε Δημ.· αλλά επίσης, τὴν μὲν ὡραίην οὐχ ὕει, δεν βρέχει κατά την εποχή (ενν. της βροχής), σε Ηρόδ. II. 1. αυτός που συμβαίνει ή γίνεται στην προσήκουσα εποχή, στον κατάλληλο καιρό, εποχιακός, έγκαιρος· ἄροτος, ἔργον, σε Ησίοδ.· ὡραῖόν ἐστι, ο καιρός είναι καλός, σε Πλούτ. 2. μεταφ., εποχιακός, έγκαιρος, κατάλληλος, αρμόδιος, ὡραῖα ἱερά, σε Πλάτ. III. 1. λέγεται για ανθρώπους, κατάλληλος ή ώριμος για κάποιο πράγμα· με γεν., γάμων ή γάμου ὡραίη, σε Ηρόδ.· ἐς ἥβην ὡραίαν γάμων, σε Ευρ.· λέγεται για ηλικιωμένος ανθρώπους, ώριμος για θάνατο· πατήρ γε μὴν ὡραῖος, στον ίδ.· ὡραίῳ ἕσταμεν βίου, θανεῖν ἕτοιμος, στον ίδ. 2. αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του, νεανικός, σε Ησίοδ., Ξεν. 3. γενικά, λέγεται για πράγματα, όμορφος, χαριτωμένος, σε Κ.Δ.