Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὠφελέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὠφελέω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ὠφέλησα, παρακ. -ηκα, υπερσ. ὠφελήκη· Παθ. μέλ. ὠφεληθήσομαι και μέλ. Μέσ. στην Παθ. φωνή, με Παθ. σημασία, ὠφελήσομαι, Παθ. αόρ. αʹ ὠφελήθην, παρακ. ὠφέλημαι, γʹ ενικ. υπερσ. ὠφέλητο (ὄφελος). I. βοηθώ, υποστηρίζω, συντρέχω, συνδράμω, 1. απόλ., είμαι χρήσιμος ή ωφέλιμος σε κάποιον· τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα, σε Αισχύλ.· οὐδὲν ὠφελεῖ, σε Θουκ. 2. κυρίως με αιτ. προσ., όπως το Λατ. juvare, είμαι ωφέλιμος σε κάποιον, τον ωφελώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ὠφελῶ τινα ἔς τι, ωφελώ κάποιον σε κάποιο πράγμα, σε Θουκ. 3. σπανιότερα, στους ποιητές κυρίως, με δοτ. προσ., όπως το Λατ. prodesse, σε Τραγ., Αντιφ. 4. σε μία περίπτωση συντάσσεται με γεν., οὐδεὶς ἔρωτος τοῦδ' ἐφαίνετ' ὠφελῶν, κανένας δεν εμφανίστηκε για να βοηθήσει προς αυτή την επιθυμία, σε Σοφ. 5. με σύστ. αιτ., ὠφέλειαν ὠφελῶ τινα, παρέχω σε κάποιον βοήθεια, σε Πλάτ.· με την ίδια σημασία με ουδ. επιθ., οὐδέν τινα ὠφελῶ, δεν παρέχω καμία βοήθεια σε κάποιον, σε Ηρόδ.· πολλά, πλέον, πλεῖστον, ὡς πλεῖστα, ὠφελῶ τινα, σε Ευρ. κ.λπ. II. Παθ., βοηθούμαι, δηλαδή λαμβάνω βοήθεια, συνδρομή ή προστασία, κερδίζω όφελος ή πλεονεκτήματα· πρός τινος, από πρόσωπο ή πράγμα, σε Ηρόδ.· ἔκ τινος, σε Αισχύλ.· ἀπό τινος, σε Θουκ.· ὑπό ή παρά τινος, σε Πλάτ.· με μτχ., ὠφελεῖσθαι ἰδών, ωφελούμαι από την όψη ενός πράγματος, σε Θουκ.· με ουδ. επιθ., οὐδὲν ὠφελουμένη, σε Σοφ.