Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὠφέλιμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὠφέλιμος, -ον και , ον, βοηθητικός, χρήσιμος, ωφέλιμος, επικερδής, πλεονεκτικός, προνομιούχος, λέγεται για ανθρώπους και πράγματα, σε Θουκ. Πλάτ. κ.λπ.· τινι, σε κάποιον, σε Ευρ. κ.λπ.· ἔς τι, προς κάτι, για κάποιον σκοπό, σε Θουκ.· πρόςτι, σε Πλάτ.· τὸ ὠφέλιμον, ως ουσ., στον ίδ· επίρρ., -μως, σε Ξεν.· υπερθ. -ώτατα, στον ίδ.