Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὠφέλημα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὠφέλημα, -ατος, τό, I. χρήσιμο ή ωφέλιμο πράγμα, ωφέλεια, κέρδος, σε Αισχύλ., Ευρ. II. γενικά, ωφέλεια, πλεονέκτημα, κέρδος, σε Σοφ., Ξεν.