Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὠφέλεια"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὠφέλεια και ὠφελία, Ιων. ὠφελίη, (ὠφελέωI. βοήθεια, συνδρομή, προστασία, επικουρία, κυρίως στον πόλεμο, σε Θουκ.· τὴνὠφέλειαν παρέχειν τινί, στον ίδ.· ὠφελίας τυγχάνειν, στον ίδ.· οὐ μετὰ τῶν κειμένων νόμων ὠφελίας, όχι για βοήθεια που να συνάδει με τους υπάρχοντες νόμους (όπου το ὠφελίας ισοδυναμεί προς το ὠφελίας ἕνεκα), στον ίδ. II. 1. χρησιμότητα, χρήση, κέρδος, πλεονέκτημα, όφελος, σε Ηρόδ., Σοφ.· με γεν. αντικ., ἐπ' ὠφελείᾳ τῶν φίλων, προς όφελος αυτών (των φίλων), για το δικό τους κέρδος, σε Πλάτ. 2. πηγή κέρδους ή ωφέλειας, ωφέλεια, βοήθεια, στον ίδ. κ.λπ. 3. ωφέλεια που προέρχεται από τον πόλεμο, λεία, λάφυρο, θήραμα, σε Ξεν., Πλούτ.