Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὠνητός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὠνητός, , -όν και -ός, -όν, I. ρημ. επίθ., αγορασμένος, αγοραστός· λέγεται για δούλους, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· ὠνητὴ δύναμις, μισθοφορική δύναμη αντίθ. προς το οἰκεία, σε Θουκ. II. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να αγοράσει, αυτός που πρέπει να αγοραστεί, Λατ. venalis· ἐλπίς, σε Ευρ.· με γεν. της τιμής, δόξα χρημάτων οὐκ ὠνητή, η δόξα, η καλή φήμη δεν εξαγοράζεται με χρήματα, σε Ισοκρ.· αλλά, ἐλπὶς χρήμασιν ὠνητή, η ελπίδα αγοράζεται με χρήματα, σε Θουκ.