Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὠνέομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὠνέομαι, μέλ. -ήσομαι· στην Αττ. συνήθως με συλλαβ. αύξηση, παρατ. ἐωνούμην (αλλά ὠνέετο, ὠνέοντο, στον Ηρόδ.), αόρ. αʹ ἐωνησάμην ή ὠνησάμην, αλλά το ὠνήσατο είναι πολύ αμφίβ. (διότι στην Αττ. ο αόρ. είναι ἐπριάμην), παρακ. ἐώνημαι (ὦνοςI. 1. Αποθ., αγοράζω, προσφέρω τιμή, αντίθ. προς τα πωλέω, πιπράσκω, όπως το Λατ. emere είναι αντίθ. του vendere· αλλά στον ενεστ. και στον παρατ., προσφέρομαι να αγοράσω, διαπραγματεύομαι, παζαρεύω κάτι, σε Ησίοδ.· ὠνέεσθαι τῶν φορτίων, (ότι) διαπραγματεύονταν να αγοράσουν κάποια πράγματα από τα φορτία (των πλοίων), σε Ηρόδ.· Κροῖσός σφι ὠνεομένοισι ἔδωκε, (το) έδωσε σε αυτούς, όταν αυτοί προσφέρθηκαν να (το) αγοράσουν, στον ίδ.· ὠνέομαί τι παρά τινος, αγοράζω κάτι από κάποιον άλλο, στον ίδ.· ὠνέομαι ἐκΚορίνθου, αγοράζω αγαθά από την Κόρινθο, σε Ξεν.· με γεν. της τιμής, αγοράζω αντί... (τόσου τιμήματος), σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ. μτχ. ὠνούμενος, αγοράζοντας, με αγορά, σε Ξεν.· ὁ ὠνούμενος, ο αγοραστής, στον ίδ.· ὁ ἐωνημένος, αυτός που γίνεται κύριος δούλου από αγορά, σε Αριστοφ. 2. αγοράζω δημόσιους φόρους ή δασμούς ή ορθότερα προσφέρω τιμή γι' αυτούς· ὠνέομαι μέταλλα, σε Δημ. κ.λπ. 3. εξαγοράζω κάποιον με χρήματα για να αποφύγω κάτι, εξαγοράζω τη σιωπή κάποιου, στον ίδ.· ὠνέομαί τινα, χρηματίζω κάποιον με δώρα, διαφθείρω, εξαγοράζω την εύνοια κάποιου, στον ίδ. II. Ορισμένες φορές χρησιμ. ως Παθ., αγοράζομαι, όπως στη φράση ὠνούμενά τε καὶ πιπρασκόμενα, σε Πλάτ.· Παθ. μτχ. ἐωνημένος, στον ίδ., σε Δημ.· γʹ ενικ. υπερσ. ἐώνητο, σε Αριστοφ.· Παθ. αόρ. αʹ ἐωνήθην, σε Ξεν.