Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὠμόφρων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὠμό-φρων, -ονος, , (φρήν), αυτός που έχει σκληρό φρόνημα, σκληρός, βίαιος, ωμός, σε Τραγ.· επίρρ. ὠμοφρόνως, σε Αισχύλ.