Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὠμός"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
ὦμος, , Λατ. humerus, 1. το μέρος από την κλείδα μέχρι το βραχίονα μαζί με την κεφαλή του βραχίονα (ὠλένη, Λατ. ulna, είναι το κατώτερο μέρος του βραχίονα)· ἐπ' ὤμου φέρειν, σε Ομήρ. Οδ.· ὤμοισι φορέειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔχειν ἀνὰ ὤμῳ, σε Ομήρ. Οδ.· ὤμοισι τοῖς ἐμοῖσι, με τη δύναμη των ώμων μου, σε Ηρόδ.· ἀποστρέφειν τὸν ὦμον, παθαίνω εξάρθρωση στον ώμο, σε Αριστοφ. 2. επίσης χρησιμοποιείται για τα ζώα, όπως π.χ. για τα άλογα, Λατ. armus, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
ὠμός, , -όν, I. 1. ωμός, άψητος, Λατ. crudus· λέγεται κυρίως για το κρέας, σε Όμηρ.· ὠμὸνκαταφαγεῖν τινα, τρώω κάποιον ωμό, παροιμ. δηλώνει την ωμή βία, σκληρότητα, σε Ξεν.· με την ίδια σημασία, ὠμὸν βεβρώθοις Πρίαμον, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται επίσης για φρούτο ανώριμο, σε Αριστοφ., Ξεν. II. 1. μεταφ., άγριος, τραχύς, σκληρός, άξεστος, σε Τραγ., Θουκ. κ.λπ.· ουδ. πληθ. ὠμά, ως επίρρ., σκληρά, σε Ομήρ. Ιλ.· το ομαλό επίρρ. είναι ὠμῶς, σε Θουκ. κ.λπ.· υπερθ., ὠμότατα διακεῖσθαι πρός τινα, σε Ισοκρ. 2. άξεστος, σκληρός, σε Σοφ.· ὠμότερος συκοφάντης, αγροικότερος, βαναυσότερος, τραχύτερος συκοφάντης, σε Δημ.· επίρρ., αγενώς, βαναύσως, στον ίδ. 3. (από τη σημασία I. 2) ὠμὸν γῆρας, ανώριμο, πρόωρο γήρας, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
ὤμοσα, αόρ. αʹ του ὄμνυμι.
ὠμό-σῑτος, -ον, λέγεται για τη Σφίγγα, αυτή που τρώει ωμές σάρκες ανθρώπων, σε Αισχύλ.· χαλαὶ ὠμόσιτοι, επίσης για τη Σφίγγα, σε Ευρ.
ὠμο-σπάρακτος[ᾰ], -ον (σπαράσσω), αυτός που κατασπαράχθηκε ωμός, σε Αριστοφ.